ἀντωνούμενος

ἀντωνούμενος
ἀντωνέομαι
buy instead
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)
ἀντωνέομαι
buy instead
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντωνούμαι — ἀντωνοῡμαι ( έομαι) (Α) [ωνούμαι] 1. αγοράζω κάτι στη θέση αυτού που πούλησα 2. πλειοδοτώ ως αγοραστής 3. (το αρσ. της μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀντωνούμενος αντίπαλος αγοραστής, πλειοδότης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”